en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
  • Interpretations

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

αποφ - αρωγ

  • αποφά(γ)ι
  • αποφαίνομαι
  • απόφαση
  • αποφασίζω
  • αποφασιστικός
  • αποφασιστικότητα
  • αποφατικός
  • αποφεγγιά
  • αποφέρω
  • αποφεύγω
  • απόφθεγμα
  • αποφθεγματικός
  • αποφθειρίαση
  • αποφλοιώνω
  • αποφλοίωση
  • αποφλοιωτικός
  • αποφοιτήριο
  • αποφοίτηση
  • απόφοιτος
  • αποφοιτώ
  • αποφορά
  • αποφόρι
  • αποφράδα
  • αποφράζω
  • απόφραξη
  • αποφυγή
  • αποφυλακίζω
  • αποφυλάκιση
  • αποφυλακιστήριο
  • απόφυση
  • αποχαιρετισμός
  • αποχαιρετιστήριος
  • αποχαιρετώ
  • αποχαλινώνομαι
  • αποχαλίνωση
  • αποχαλώ
  • αποχαυνώνω
  • αποχαύνωση
  • αποχαυνωτικός
  • αποχειροβίοτος
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  • 11
  • 12
  • 13
  • 14
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.